- Λιβυκοί
- Λιβυκόςthe west bank of the Nilemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβυκός — ή, ό (Α Λιβυκός, ή, όν) [Λιβύη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη ή προέρχεται από τη Λιβύη (α. «λιβυκό πετρέλαιο» β. «Λιβυκό Πέλαγος» γ. «ἐκ τοῡ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. δυτικός 2. φρ. α. «Λιβυκὸν ὄρνεον»… … Dictionary of Greek